Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
φαρμακικός
View word page
φαρμάκεια
sorceress

ShortDef

sorceress

Debugging

Headword:
φαρμάκεια
Headword (normalized):
φαρμάκεια
Headword (normalized/stripped):
φαρμακεια
IDX:
93478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93479
Key:

Data

{'content': 'sorceress'}