Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
φαρμακεύω
φαρμακηρός
View word page
φαρμακάω
to suffer from the effect of poison, to be ill
ShortDef
to suffer from the effect of poison, to be ill
Debugging
Headword:
φαρμακάω
Headword (normalized):
φαρμακάω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακαω
IDX:
93477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93478
Key:
Data
{'content': 'to suffer from the effect of poison, to be ill'}