Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτικός
View word page
φαρκίς
wrinkle
ShortDef
wrinkle
Debugging
Headword:
φαρκίς
Headword (normalized):
φαρκίς
Headword (normalized/stripped):
φαρκις
IDX:
93475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93476
Key:
Data
{'content': 'wrinkle'}