Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
View word page
φαρκιδόομαι
to be wrinkled

ShortDef

to be wrinkled

Debugging

Headword:
φαρκιδόομαι
Headword (normalized):
φαρκιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
φαρκιδοομαι
IDX:
93473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93474
Key:

Data

{'content': 'to be wrinkled'}