Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
φαρμάκεια
φαρμακεία
φαρμακεῖον
φαρμακεργάτης
View word page
Φαρισαῖος
Pharisaean, Pharisee

ShortDef

a Pharisee, Separatist
Pharisaean, Pharisee

Debugging

Headword:
Φαρισαῖος
Headword (normalized):
φαρισαῖος
Headword (normalized/stripped):
φαρισαιος
IDX:
93471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93472
Key:

Data

{'content': 'Pharisaean, Pharisee'}