Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτόομαι
φαρμακάω
View word page
φαρικόν
poison

ShortDef

poison

Debugging

Headword:
φαρικόν
Headword (normalized):
φαρικόν
Headword (normalized/stripped):
φαρικον
IDX:
93467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93468
Key:

Data

{'content': 'poison'}