Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
Φαρισαῖος
Φαρίτης
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
View word page
φαρετροφόρος
quiver-bearing

ShortDef

quiver-bearing

Debugging

Headword:
φαρετροφόρος
Headword (normalized):
φαρετροφόρος
Headword (normalized/stripped):
φαρετροφορος
IDX:
93465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93466
Key:

Data

{'content': 'quiver-bearing'}