Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φάρ
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
Φᾶρις
φαρισαῖος
View word page
φάργμα
enclosure, precinct
ShortDef
enclosure, precinct
Debugging
Headword:
φάργμα
Headword (normalized):
φάργμα
Headword (normalized/stripped):
φαργμα
IDX:
93460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93461
Key:
Data
{'content': 'enclosure, precinct'}