Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
View word page
φαράω
plough

ShortDef

plough

Debugging

Headword:
φαράω
Headword (normalized):
φαράω
Headword (normalized/stripped):
φαραω
IDX:
93458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93459
Key:

Data

{'content': 'plough'}