Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαντικός
φαντός
φάντωρ
Φανώ
φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτρη
φαρετρίτης
View word page
φάραγξ
a cleft
ShortDef
a cleft
Debugging
Headword:
φάραγξ
Headword (normalized):
φάραγξ
Headword (normalized/stripped):
φαραγξ
IDX:
93454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93455
Key:
Data
{'content': 'a cleft'}