Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
φανταστός
φαντικός
φαντός
φάντωρ
Φανώ
φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαράω
Φαραώθης
φάργμα
View word page
φάρ
far, spelt

ShortDef

far, spelt

Debugging

Headword:
φάρ
Headword (normalized):
φάρ
Headword (normalized/stripped):
φαρ
IDX:
93450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93451
Key:

Data

{'content': 'far, spelt'}