Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
φανταστός
φαντικός
φαντός
φάντωρ
Φανώ
φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
Φαρανδάκης
φαρανίτης
φαρανῖτις
View word page
Φανώ
Phano
ShortDef
Phano
Debugging
Headword:
Φανώ
Headword (normalized):
φανώ
Headword (normalized/stripped):
φανω
IDX:
93447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93448
Key:
Data
{'content': 'Phano'}