Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
φανταστός
φαντικός
φαντός
φάντωρ
Φανώ
φάος
View word page
φάντασμα
an appearance, phantasm, phantom
ShortDef
an appearance, phantasm, phantom
Debugging
Headword:
φάντασμα
Headword (normalized):
φάντασμα
Headword (normalized/stripped):
φαντασμα
IDX:
93438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93439
Key:
Data
{'content': 'an appearance, phantasm, phantom'}