Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
φανταστός
φαντικός
φαντός
φάντωρ
Φανώ
View word page
φαντασιώδης
fantastic

ShortDef

fantastic

Debugging

Headword:
φαντασιώδης
Headword (normalized):
φαντασιώδης
Headword (normalized/stripped):
φαντασιωδης
IDX:
93437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93438
Key:

Data

{'content': 'fantastic'}