Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
φανταστός
View word page
φαντασιοκόπος
conceiving vain fancies

ShortDef

conceiving vain fancies

Debugging

Headword:
φαντασιοκόπος
Headword (normalized):
φαντασιοκόπος
Headword (normalized/stripped):
φαντασιοκοπος
IDX:
93433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93434
Key:

Data

{'content': 'conceiving vain fancies'}