Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστικός
View word page
φαντασιοκοπέω
indulge vain fancies

ShortDef

indulge vain fancies

Debugging

Headword:
φαντασιοκοπέω
Headword (normalized):
φαντασιοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
φαντασιοκοπεω
IDX:
93432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93433
Key:

Data

{'content': 'indulge vain fancies'}