Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φανός
φανός2
Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
View word page
φαντασιαστής
one who is fond of display

ShortDef

one who is fond of display

Debugging

Headword:
φαντασιαστής
Headword (normalized):
φαντασιαστής
Headword (normalized/stripped):
φαντασιαστης
IDX:
93430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93431
Key:

Data

{'content': 'one who is fond of display'}