Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
φανός2
Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
View word page
φαντάζομαι
to become visible, appear, shew oneself

ShortDef

to become visible, appear, shew oneself

Debugging

Headword:
φαντάζομαι
Headword (normalized):
φαντάζομαι
Headword (normalized/stripped):
φανταζομαι
IDX:
93426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93427
Key:

Data

{'content': 'to become visible, appear, shew oneself'}