Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
φανός2
Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
View word page
Φανοτεύς
Phanoteus

ShortDef

Phanoteus

Debugging

Headword:
Φανοτεύς
Headword (normalized):
φανοτεύς
Headword (normalized/stripped):
φανοτευς
IDX:
93423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93424
Key:

Data

{'content': 'Phanoteus'}