Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
φανός2
Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
View word page
φανός
light, bright
ShortDef
light, bright
a torch
Debugging
Headword:
φανός
Headword (normalized):
φανός
Headword (normalized/stripped):
φανος
IDX:
93420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93421
Key:
Data
{'content': 'light, bright'}