Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
φανός2
Φανοσθένης
Φανοτεύς
φανότης
φάνσις
φαντάζομαι
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
View word page
φανόπτης
opening for light, window
ShortDef
opening for light, window
Debugging
Headword:
φανόπτης
Headword (normalized):
φανόπτης
Headword (normalized/stripped):
φανοπτης
IDX:
93419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93420
Key:
Data
{'content': 'opening for light, window'}