Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
φανός2
Φανοσθένης
View word page
φανερόφιλος
openly loving, an open friend
ShortDef
openly loving, an open friend
Debugging
Headword:
φανερόφιλος
Headword (normalized):
φανερόφιλος
Headword (normalized/stripped):
φανεροφιλος
IDX:
93412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93413
Key:
Data
{'content': 'openly loving, an open friend'}