Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
φανός
View word page
φανερός
open to sight, visible, manifest, evident

ShortDef

open to sight, visible, manifest, evident

Debugging

Headword:
φανερός
Headword (normalized):
φανερός
Headword (normalized/stripped):
φανερος
IDX:
93410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93411
Key:

Data

{'content': 'open to sight, visible, manifest, evident'}