Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
φανόπτης
View word page
φανεροποίησις
illustration, explanation
ShortDef
illustration, explanation
Debugging
Headword:
φανεροποίησις
Headword (normalized):
φανεροποίησις
Headword (normalized/stripped):
φανεροποιησις
IDX:
93409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93410
Key:
Data
{'content': 'illustration, explanation'}