Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
Φάννιος
View word page
φανεροποιέω
explain, reveal

ShortDef

explain, reveal

Debugging

Headword:
φανεροποιέω
Headword (normalized):
φανεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
φανεροποιεω
IDX:
93408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93409
Key:

Data

{'content': 'explain, reveal'}