Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανητιασμός
View word page
φανερόμισος
openly hating

ShortDef

openly hating

Debugging

Headword:
φανερόμισος
Headword (normalized):
φανερόμισος
Headword (normalized/stripped):
φανερομισος
IDX:
93407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93408
Key:

Data

{'content': 'openly hating'}