Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
View word page
φανδόν
openly
ShortDef
openly
Debugging
Headword:
φανδόν
Headword (normalized):
φανδόν
Headword (normalized/stripped):
φανδον
IDX:
93405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93406
Key:
Data
{'content': 'openly'}