Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
View word page
φάναξ
lanterna

ShortDef

lanterna

Debugging

Headword:
φάναξ
Headword (normalized):
φάναξ
Headword (normalized/stripped):
φαναξ
IDX:
93403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93404
Key:

Data

{'content': 'lanterna'}