Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
φανεροποιέω
φανεροποίησις
View word page
φαμιλιάριος
familiaris

ShortDef

familiaris

Debugging

Headword:
φαμιλιάριος
Headword (normalized):
φαμιλιάριος
Headword (normalized/stripped):
φαμιλιαριος
IDX:
93399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93400
Key:

Data

{'content': 'familiaris'}