Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιφάρα
ἀντιφάρμακον
ἀντίφασις
ἀντιφάσκω
Ἀντιφάτης
ἀντιφατικός
ἀντιφερίζω
ἀντίφερνος
ἀντιφέρομαι
ἀντιφέρω
ἀντιφεύγω
ἀντίφημι
ἀντιφθέγγομαι
ἀντίφθεγμα
ἀντίφθογγος
ἀντιφιλέω
ἀντιφίλησις
ἀντιφιλία
ἀντιφιλοδοξέω
ἀντιφιλονεικέω
ἀντιφιλονικέω
View word page
ἀντιφεύγω
to go into exile in turn

ShortDef

to go into exile in turn

Debugging

Headword:
ἀντιφεύγω
Headword (normalized):
ἀντιφεύγω
Headword (normalized/stripped):
αντιφευγω
IDX:
9339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9340
Key:

Data

{'content': 'to go into exile in turn'}