Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
φανερόμισος
View word page
φαμί
say
ShortDef
say
Debugging
Headword:
φαμί
Headword (normalized):
φαμί
Headword (normalized/stripped):
φαμι
IDX:
93397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93398
Key:
Data
{'content': 'say'}