Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
φάναξ
φανάπτης
φανδόν
φανερομισής
View word page
φαλωτός
furnished with

ShortDef

furnished with

Debugging

Headword:
φαλωτός
Headword (normalized):
φαλωτός
Headword (normalized/stripped):
φαλωτος
IDX:
93396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93397
Key:

Data

{'content': 'furnished with'}