Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
φαναῖος
View word page
φαλλοβάτης
one who mounts on a phallusshaped pillar, phallic priest
ShortDef
one who mounts on a phallusshaped pillar, phallic priest
Debugging
Headword:
φαλλοβάτης
Headword (normalized):
φαλλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
φαλλοβατης
IDX:
93392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93393
Key:
Data
{'content': 'one who mounts on a phallusshaped pillar, phallic priest'}