Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλῆς
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
φαμιστός
Φαναί
View word page
φαλλικός
of or for the φαλλός, phallic

ShortDef

of or for the φαλλός, phallic

Debugging

Headword:
φαλλικός
Headword (normalized):
φαλλικός
Headword (normalized/stripped):
φαλλικος
IDX:
93391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93392
Key:

Data

{'content': 'of or for the φαλλός, phallic'}