Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Φάληρος
Φαλῆς
φαλῆς
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
φαμιλιάριος
View word page
φαλληφορέω
carry a phallus in procession
ShortDef
carry a phallus in procession
Debugging
Headword:
φαλληφορέω
Headword (normalized):
φαλληφορέω
Headword (normalized/stripped):
φαλληφορεω
IDX:
93389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93390
Key:
Data
{'content': 'carry a phallus in procession'}