Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φάληρον
Φάληρος
Φαλῆς
φαλῆς
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
φαμιλία
View word page
φάλλαινα
a whale

ShortDef

a whale

Debugging

Headword:
φάλλαινα
Headword (normalized):
φάλλαινα
Headword (normalized/stripped):
φαλλαινα
IDX:
93388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93389
Key:

Data

{'content': 'a whale'}