Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φαληρικός
Φάληρον
Φάληρος
Φαλῆς
φαλῆς
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγωγία
φάλλαινα
φαλληφορέω
Φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φάλος
φαλός
φαλωτός
φαμί
View word page
φαλλαγωγία
carrying of the phallus

ShortDef

carrying of the phallus

Debugging

Headword:
φαλλαγωγία
Headword (normalized):
φαλλαγωγία
Headword (normalized/stripped):
φαλλαγωγια
IDX:
93387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93388
Key:

Data

{'content': 'carrying of the phallus'}