Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φάλαρ
φάλαρα
φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
Φαλέας
φαλεροῦχος
Φαληρεύς
φαληριάω
Φαληρικός
Φάληρον
Φάληρος
Φαλῆς
φαλῆς
φαλιόπους
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
View word page
φαληριάω
to be patched with white

ShortDef

to be patched with white

Debugging

Headword:
φαληριάω
Headword (normalized):
φαληριάω
Headword (normalized/stripped):
φαληριαω
IDX:
93376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93377
Key:

Data

{'content': 'to be patched with white'}