Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φάλαρ
φάλαρα
φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
Φαλέας
φαλεροῦχος
Φαληρεύς
φαληριάω
Φαληρικός
Φάληρον
Φάληρος
Φαλῆς
φαλῆς
View word page
φάλαρον
boss, disc, cheekpiece (usu. plural)

ShortDef

boss, disc, cheekpiece (usu. plural)

Debugging

Headword:
φάλαρον
Headword (normalized):
φάλαρον
Headword (normalized/stripped):
φαλαρον
IDX:
93371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93372
Key:

Data

{'content': 'boss, disc, cheekpiece (usu. plural)'}