Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλαίκειον
Φάλαικος
Φαλαισίαι
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φάλαρ
φάλαρα
φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
View word page
φαλάκρωσις
a becoming bald, baldness

ShortDef

a becoming bald, baldness

Debugging

Headword:
φαλάκρωσις
Headword (normalized):
φαλάκρωσις
Headword (normalized/stripped):
φαλακρωσις
IDX:
93362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93363
Key:

Data

{'content': 'a becoming bald, baldness'}