Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φαλαίκειον
Φάλαικος
Φαλαισίαι
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φάλαρ
φάλαρα
φαλαρίς
φαλαρισμός
View word page
φαλακρός
baldheaded, bald
ShortDef
baldheaded, bald
Debugging
Headword:
φαλακρός
Headword (normalized):
φαλακρός
Headword (normalized/stripped):
φαλακρος
IDX:
93359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93360
Key:
Data
{'content': 'baldheaded, bald'}