Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φαλαίκειον
Φάλαικος
Φαλαισίαι
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φάλαρ
φάλαρα
φαλαρίς
View word page
φαλακρόομαι
to become bald

ShortDef

to become bald

Debugging

Headword:
φαλακρόομαι
Headword (normalized):
φαλακρόομαι
Headword (normalized/stripped):
φαλακροομαι
IDX:
93358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93359
Key:

Data

{'content': 'to become bald'}