Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαλαγγομάχης
φαλαγγόω
φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φαλαίκειον
Φάλαικος
Φαλαισίαι
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φάλαρ
View word page
φαλακριάω
to be baldheaded

ShortDef

to be baldheaded

Debugging

Headword:
φαλακριάω
Headword (normalized):
φαλακριάω
Headword (normalized/stripped):
φαλακριαω
IDX:
93356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93357
Key:

Data

{'content': 'to be baldheaded'}