Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαλαγγάρχης
φαλαγγαρχία
φαλαγγηδόν
φαλαγγιάω
φαλαγγιόδηκτος
φαλάγγιον
φαλαγγιόπληκτος
φαλαγγίτης
φαλαγγιτικός
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φαλαγγόω
φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φαλαίκειον
Φάλαικος
Φαλαισίαι
φαλάκρα
φαλακριάω
View word page
φαλαγγομάχης
one who fights in the phalanx
ShortDef
one who fights in the phalanx
Debugging
Headword:
φαλαγγομάχης
Headword (normalized):
φαλαγγομάχης
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγομαχης
IDX:
93346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93347
Key:
Data
{'content': 'one who fights in the phalanx'}