Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαιός
φαιουρός
φαιοχίτων
φακεινοπώλιον
φάκελος
φακεψός
φακῆ
φάκηλος
φακιάλιον
φακινᾶς
φάκινος
View word page
φαιός
dusky, dun, gray
ShortDef
dusky, dun, gray
Debugging
Headword:
φαιός
Headword (normalized):
φαιός
Headword (normalized/stripped):
φαιος
IDX:
93313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93314
Key:
Data
{'content': 'dusky, dun, gray'}