Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαιός
φαιουρός
φαιοχίτων
φακεινοπώλιον
φάκελος
φακεψός
φακῆ
View word page
φαινοῦκλον
foeniculum

ShortDef

foeniculum

Debugging

Headword:
φαινοῦκλον
Headword (normalized):
φαινοῦκλον
Headword (normalized/stripped):
φαινουκλον
IDX:
93309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93310
Key:

Data

{'content': 'foeniculum'}