Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντίτυπος
ἀντιτυπόω
ἀντιτύπτω
ἀντιτύπωσις
ἀντιτυραννέω
ἀντιτυφλόω
ἀντιτωθάζω
ἀντιφαίνω
ἀντιφάνεια
ἀντιφάρα
ἀντιφάρμακον
ἀντίφασις
ἀντιφάσκω
Ἀντιφάτης
ἀντιφατικός
ἀντιφερίζω
ἀντίφερνος
ἀντιφέρομαι
ἀντιφέρω
ἀντιφεύγω
ἀντίφημι
View word page
ἀντιφάρμακον
antidote
ShortDef
antidote
Debugging
Headword:
ἀντιφάρμακον
Headword (normalized):
ἀντιφάρμακον
Headword (normalized/stripped):
αντιφαρμακον
IDX:
9330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9331
Key:
Data
{'content': 'antidote'}