Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαιός
φαιουρός
φαιοχίτων
φακεινοπώλιον
φάκελος
φακεψός
View word page
φαινοπροσωπέω
show one's face, put in an appearance
ShortDef
show one's face, put in an appearance
Debugging
Headword:
φαινοπροσωπέω
Headword (normalized):
φαινοπροσωπέω
Headword (normalized/stripped):
φαινοπροσωπεω
IDX:
93308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93309
Key:
Data
{'content': "show one's face, put in an appearance"}