Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαιός
φαιουρός
View word page
φαινόλις
light-bringing

ShortDef

light-bringing

Debugging

Headword:
φαινόλις
Headword (normalized):
φαινόλις
Headword (normalized/stripped):
φαινολις
IDX:
93304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93305
Key:

Data

{'content': 'light-bringing'}