Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φαιδρύνω
φαιδρωπός
Φαίδων
Φαίηκες
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
Φαινέας
φαινίνδα
Φαίνιππος
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαιός
View word page
φαινόλη
paenula, thick upper garment, cloak
ShortDef
paenula, thick upper garment, cloak
Debugging
Headword:
φαινόλη
Headword (normalized):
φαινόλη
Headword (normalized/stripped):
φαινολη
IDX:
93303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-93304
Key:
Data
{'content': 'paenula, thick upper garment, cloak'}